πλείστος

πλείστος
4118 πλεῖστος
{прил., 3}
наибольший, самый многочисленный; как нареч. наиболее.
Ссылки: Мф. 11:20; 21:8; 1Кор. 14:27.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πλείστος" в других словарях:

  • Πλειστός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλεῖστος — most masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεῖστος — most masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλείστος — η, ο / πλεῑστος, η, ον, ΝΜΑ (υπερθετικό τού επιθ. πολύς) 1. πάρα πολύς, κυρίως ως προς τον αριθμό ή ως προς την ποσότητα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλείστοι οι περισσότεροι, ο μεγαλύτερος αριθμός («καὶ οἱ μὲν ψιλοὶ οἱ πλεῑστοι εὐθὺς ἐχώρουν»,… …   Dictionary of Greek

  • πλείστος — η, ο (υπερθ. βαθμ. του επιθ. πολύς), πάρα πολύς: Πλείστοι άνθρωποι έχουν ανάγκη από δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλεῖστον — πλεῖστος most masc acc sg πλεῖστος most neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλείστω — Πλεῖστος most masc nom/voc/acc dual Πλεῖστος most masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλειστοῖο — Πλειστός masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλειστοῖς — Πλειστός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλειστοῦ — Πλειστός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλειστῶν — Πλειστός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»